pêché
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
pêché (fr) αρσενικό
- ενικός αριθμός, αρσενικού γένους παθητική μετοχή του pêcher
![]() |
pêché (fr) αρσενικό