pêcheur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pêcheur | pêcheurs |
pêcheur (fr) αρσενικό
- ο ψαράς, ο αλιεύς, o αλιεργάτης