Μετάβαση στο περιεχόμενο

pêcheur

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: pécheur

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pêcheur pêcheurs

pêcheur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]