pêssego
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pêssego | pêssegos |
pêssego (pt) αρσενικό
- το ροδάκινο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pêssego | pêssegos |
pêssego (pt) αρσενικό