półtora

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

półtora (pl) άκλιτο αρσενικό ή ουδέτερο

  • άκλιτο αρσενικό και ουδέτερο για το: ενάμισης

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]