późno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
późno (pl)
- αργά με τις έννοιες
- σε προχωρημένη ώρα
- μετά από κάποιον προκαθορισμό χρόνο