późno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

późno (pl)

  1. αργά με τις έννοιες
    • σε προχωρημένη ώρα
    • μετά από κάποιον προκαθορισμό χρόνο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]