pădure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pădure (ro) θηλυκό
- το δάσος
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του pădure
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o pădure | pădurea | nişte păduri | pădurile |
γενική | a unei păduri | pădurii | a unor păduri | pădurilor |
δοτική | a unei păduri | pădurii | a unor păduri | pădurilor |
αιτιατική | o pădure | pădurea | nişte păduri | pădurile |
κλητική | — | - | — | - |