Μετάβαση στο περιεχόμενο

packing

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

packing (en) (μη μετρήσιμο)

  • το πακετάρισμα, η συσκευασία
      He helped him in packing the books.
    Τον βοήθησε στο πακετάρισμα των βιβλίων.
      Transportation companies undertake the packing and transport of home goods.
    Μεταφορικές εταιρείες αναλαμβάνουν τη συσκευασία και τη μεταφορά της οικοσκευής.
     συνώνυμα: packaging

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

packing (en)