padella
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
padella | padelle |
padella (it)
- (γαστρονομία) τηγάνι,
- παδέλα (στην Κεφαλονιά, πήλινη κατσαρόλα)