padella
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
padella | padelle |
padella (it)
- (γαστρονομία) τηγάνι,
- παδέλα (στην Κεφαλονιά, πήλινη κατσαρόλα)
ενικός | πληθυντικός |
padella | padelle |
padella (it)