pagaïe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pagaïe pagaïes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pagaïe (fr) θηλυκό

  • → δείτε τη λέξη pagaille