Μετάβαση στο περιεχόμενο

paganismus

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
paganismus < pagan(us) + -ismus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

paganismus αρσενικό

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική paganismus paganismī
γενική paganismī paganismōrum
δοτική paganismō paganismīs
αιτιατική paganismum paganismōs
κλητική paganisme paganismī
αφαιρετική paganismō paganismīs
(β' κλίση)