paillardise
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
paillardise | paillardises |
paillardise (fr) θηλυκό
- η ακολασία, η αθυροστομία
- ο αθυρόστομος, αγενής λόγος