paillardise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paillardise | paillardises |
paillardise (fr) θηλυκό
- η ακολασία, η αθυροστομία
- ο αθυρόστομος, αγενής λόγος