Μετάβαση στο περιεχόμενο

paillardise

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
paillardise < paillard + -ise

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
paillardise paillardises

paillardise (fr) θηλυκό

  1. η ακολασία, η αθυροστομία
     συνώνυμα: lasciveté
  2. ο αθυρόστομος, αγενής λόγος
     συνώνυμα: grossièreté

Συγγενικά

[επεξεργασία]