palçıq
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αζεριανά (az)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- palçıq < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική .
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɑɫˈt͡ʃɯχ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : pal‐çıq
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
palçıq (az)
- η λάσπη
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του palçıq
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | palçıq | palçıqlar |
αιτιατική | palçığı | palçıqları |
δοτική | palçığa | palçıqlara |
τοπική | palçıqda | palçıqlarda |
αφαιρετική | palçıqdan | palçıqlardan |
γενική | palçığın | palçıqların |