paléoarchéologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paléoarchéologique | paléoarchéologiques |
paléoarchéologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό