paladio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paladio | paladioj |
αιτιατική | paladion | paladiojn |
paladio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paladio | paladioj |
αιτιατική | paladion | paladiojn |
paladio (eo)