palarnia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική palarnia palarnie
γενική palarni palarń
δοτική palarni palarniom
αιτιατική palarnię palarnie
οργανική palarnią palarniami
τοπική palarni palarniach
κλητική palarnio palarnie

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

palarnia (pl) θηλυκό