palatial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | palatial | palatiaux |
θηλυκό | palatiale | palatiales |
Επίθετο[επεξεργασία]
palatial (fr)
- σχετικός με το κτήριο του παλατιού