palimpseste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
palimpseste | palimpsestes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
palimpseste (fr) αρσενικό
- το παλίμψηστο
ενικός | πληθυντικός |
palimpseste | palimpsestes |
palimpseste (fr) αρσενικό