palmo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palmo | palmoj |
αιτιατική | palmon | palmojn |
palmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palmo | palmoj |
αιτιατική | palmon | palmojn |
palmo (eo)