palpebro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palpebro | palpebroj |
αιτιατική | palpebron | palpebrojn |
palpebro (eo)
- το βλέφαρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palpebro | palpebroj |
αιτιατική | palpebron | palpebrojn |
palpebro (eo)