palton
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
palton (eo)
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- palton < (άμεσο δάνειο) γαλλική paletot < μέση αγγλική paltok
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
palton (ro) ουδέτερο (πληθυντικός: paltoane)