palton
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]palton (eo)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- palton < (άμεσο δάνειο) γαλλική paletot < μέση αγγλική paltok
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]palton (ro) ουδέτερο (πληθυντικός: paltoane)