paltry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

paltry (en)

  1. ισχνός (ως προς την οικονομική του αξία)
    a paltry income - ισχνό εισόδημα
     συνώνυμα: meager
  2. φτηνός, ευτελής
    a paltry excuse - μια φτηνή δικαιολογία
     συνώνυμα: trivial