pamper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pamper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική pamperen
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpæm.pə(ɹ)/ (ΗΒ)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pamper |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pampers |
αόριστος | pampered |
παθητική μετοχή | pampered |
ενεργητική μετοχή | pampering |
pamper (en)