pamper
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | pamper |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pampers |
αόριστος | pampered |
παθητική μετοχή | pampered |
ενεργητική μετοχή | pampering |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pamper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική pamperen
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpæm.pə(ɹ)/ (ΗΒ)
Ρήμα
[επεξεργασία]pamper (en)
- παραχαϊδεύω, καλομαθαίνω, νταντεύω, φροντίζω κάποιον πολύ καλά και τον κάνω να νιώθει όσο πιο άνετα γίνεται, μερικές φορές υπερβολικά
- ⮡ She pampers her son by indulging all of his whims.
- Τον παραχαϊδεύει τον γιο της, του κάνει όλα τα χατίρια.
- ⮡ Let’s see what you do in the army now that we have pampered you like this.
- Να δούμε τι θα κάνεις τώρα στον στρατό, έτσι που σ' έχουμε καλομάθει.
- ⮡ He is a man now, stop pampering him!
- Είναι άντρας τώρα, πάψε να τον νταντεύεις!
- ≈ συνώνυμα: coddle
- ⮡ She pampers her son by indulging all of his whims.
Πηγές
[επεξεργασία]- pamper - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 592. ISBN 9780194325684., λήμμα: νταντεύω