Μετάβαση στο περιεχόμενο

pamper

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας pamper
γ΄ ενικό ενεστώτα pampers
αόριστος pampered
παθητική μετοχή pampered
ενεργητική μετοχή pampering

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pamper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική pamperen

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpæm.pə(ɹ)/ (ΗΒ)

pamper (en)

  • παραχαϊδεύω, καλομαθαίνω, νταντεύω, φροντίζω κάποιον πολύ καλά και τον κάνω να νιώθει όσο πιο άνετα γίνεται, μερικές φορές υπερβολικά
      She pampers her son by indulging all of his whims.
    Τον παραχαϊδεύει τον γιο της, του κάνει όλα τα χατίρια.
      Let’s see what you do in the army now that we have pampered you like this.
    Να δούμε τι θα κάνεις τώρα στον στρατό, έτσι που σ' έχουμε καλομάθει.
      He is a man now, stop pampering him!
    Είναι άντρας τώρα, πάψε να τον νταντεύεις!
     συνώνυμα:  coddle