pamphlet
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pamphlet | pamphlets |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pamphlet (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pamphlet (fr) αρσενικό