panacée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
panacée | panacées |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]panacée (fr) θηλυκό
- η πανάκεια
ενικός | πληθυντικός |
panacée | panacées |
panacée (fr) θηλυκό