panaceum
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | panaceum | panacea |
γενική | panaceów | |
δοτική | panaceom | |
αιτιατική | panacea | |
οργανική | panaceami | |
τοπική | panaceach | |
κλητική | panacea |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌpãnaˈt͡s̑ɛwũm/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]panaceum (pl) ουδέτερο
- η πανάκεια