pandémia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pandémia < λατινική pandemia < αρχαία ελληνική πάνδημος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɒndeːmijɒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pandémia (hu)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpandeːmi̯a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pandémia (sk) θηλυκό