Μετάβαση στο περιεχόμενο

panettone

Από Βικιλεξικό

Ιταλικά (it)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
panettone < μιλανέζικη panaton

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.netˈto.ne/
Το ειδικό σκυρόδεμα panettone

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
panettone panettoni

panettone (it) αρσενικό

  1. (γλυκό) το πανετόνε
  2. ειδικό σκυρόδεμα που χρησιμοποιείται στους δρόμους