Μετάβαση στο περιεχόμενο

pango

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-. Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) πήγνυμι

pango

  1. καρφώνω, στερεώνω
  2. φυτεύω
  3. κατασκευάζω
  4. συγγράφω
  5. ομολογώ
  6. ορίζω