pantalon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɑ̃.ta.lɔ̃/
- pantalon
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pantalon | pantalons |
pantalon (fr) αρσενικό
- το παντελόνι