papavo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | papavo | papavoj |
αιτιατική | papavon | papavojn |
papavo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | papavo | papavoj |
αιτιατική | papavon | papavojn |
papavo (eo)