papaz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

papaz < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική παπάς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɑˈpɑz/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

papaz (tr)

  1. ο παπάς, ιερέας
     συνώνυμα: peder
  2. ο ρήγας, ένα από τα τραπουλόχαρτα, το οποίο φέρει την εικόνα ενός βασιλιά
     συνώνυμα: rua

Κλίση[επεξεργασία]