papier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
papier | papiers |
papier (fr) αρσενικό
- το χαρτί
[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
papier (nl) ουδέτερο
- το χαρτί
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
papier (pl) αρσενικό
Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
papier (sk)
- το χαρτί