papist
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]papist (ro) αρσενικό
- ο παπιστής
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του papist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un papist | papistul | nişte papiști | papiștii |
γενική | a unui papist | papistului | a unor papiști | papiștilor |
δοτική | a unui papist | papistului | a unor papiști | papiștilor |
αιτιατική | un papist | papistul | nişte papiști | papiștii |
κλητική | — | - | — | - |