parado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parado | paradoj |
αιτιατική | paradon | paradojn |
parado (eo)
- η παρέλαση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parado | paradoj |
αιτιατική | paradon | paradojn |
parado (eo)