paragrafo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paragrafo | paragrafoj |
αιτιατική | paragrafon | paragrafojn |
paragrafo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paragrafo | paragrafoj |
αιτιατική | paragrafon | paragrafojn |
paragrafo (eo)