parallélépipède
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parallélépipède | parallélépipèdes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parallélépipède (fr) αρσενικό
- (γεωμετρία) το παραλληλεπίπεδο
ενικός | πληθυντικός |
parallélépipède | parallélépipèdes |
parallélépipède (fr) αρσενικό