parallelogram
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parallelogram | parallelograms |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parallelogram (en)
- (γεωμετρία) το παραλληλόγραμμο
ενικός | πληθυντικός |
parallelogram | parallelograms |
parallelogram (en)