parapet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parapet (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parapet | parapets |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- parapet < (άμεσο δάνειο) ιταλική parapetto (που προστατεύει το στήθος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parapet (fr) αρσενικό