parapet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parapet (en)

  1. τειχίο
  2. στηθαίο, παραπέτο, προεξοχή τοίχου σε σκεπή, μπαλκόνι ή ταράτσα



      ενικός         πληθυντικός  
parapet parapets

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
parapet < (άμεσο δάνειο) ιταλική parapetto (που προστατεύει το στήθος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parapet (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) χωμάτινος σωρός ή τείχος για την προστασία των στρατιωτών
  2. προεξοχή τοίχου σε σκεπή, μπαλκόνι ή ταράτσα