parapetto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

parapetto < parare + petto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

parapetto (it) αρσενικό

  1. στηθαίο
  2. κιγκλίδωμα