parboiled

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

parboiled (en)

  • μερόβραστος, -η, -ο· μερικώς βρασμένος
    • ρύζι που βράζει μερικώς μέσα στο κέλυφος
      ρύζι που σειραϊκά μουλιάζεται, ατμίζεται και στεγνώνει