Μετάβαση στο περιεχόμενο

parchment

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
parchment parchments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
parchment < (κληρονομημένο) μέση αγγλική parchemyn, parchement < παλαιά γαλλική parchemin < [1] Περισσότερα στο γαλλικό parchemin

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɑːtʃmənt/ (βρετανικό)  
ΔΦΑ : /ˈpʰɑɹt͡ʃmənt/ (αμερικανικό)  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parchment (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. parchment - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)