pare-chocs
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pare-chocs | pare-chocs |
pare-chocs (fr) αρσενικό
- ο προφυλακτήρας (αυτοκινήτου, κλπ.)