parenté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parenté | parentés |
parenté (fr) θηλυκό
- η συγγένεια
- το σύνολο των συγγενών, το σόι
- η ομοιότητα που δείχνει κοινή προέλευση, π.χ. ανάμεσα σε έργα τέχνης