Μετάβαση στο περιεχόμενο

paresse

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
paresse paresses

paresse (fr) θηλυκό