paresthésie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- paresthésie < αρχαία ελληνική παρά + αρχαία ελληνική αἴσθησις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ʁɛ.ste.zi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paresthésie (fr) θηλυκό