pariade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pariade < parier (έννοια 1)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pariade | pariades |
pariade (fr) θηλυκό