pariade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pariade < parier (έννοια 1)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pariade pariades

pariade (fr) θηλυκό

  1. η εποχή κατά την οποία τα πτηνά συναντιούνται για να βρουν το ταίρι τους
  2. (κατ’ επέκταση) ζευγάρι πουλιών