parlour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈpɑːlə/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
μεσοαγγλικά: parlour (en) < αγγλονορμανδικά γαλλικά: parlur «χώρος ομιλίας, χώρος για ομιλία» < λατινικά: parlare «ομιλώ, μιλώ, μιλάω»
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parlour (en)
- σαλόνι
- σαλόνι διαλόγου
- αίθουσα υποδοχής
- αίθουσα αναμονής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- parlour στην αγγλική Βικιπαίδεια