parodiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parodiste | parodistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parodiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- συγγραφέας μιας παρωδίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη parodie