Μετάβαση στο περιεχόμενο

paroi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
paroi < pareit < δημώδης λατινική pares < λατινική paries

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ʁwa/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
paroi parois

paroi (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]