paroi
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- paroi < pareit < δημώδης λατινική pares < λατινική paries
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
paroi | parois |
paroi (fr) θηλυκό
- το τοίχωμα