paronymique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- paronymique < paronymie
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ʁɔ.ni.mik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paronymique | paronymiques |
paronymique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τα παρώνυμα